- επισφράγιση
- η1. το σφράγισμα.2. μτφ., επικύρωση, επιβεβαίωση.3. μτφ., συμπλήρωση, ολοκλήρωση, επιστέγαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επισφράγιση — η (AM ἐπισφράγισις) [επισφραγίζω] 1. το σφράγισμα και κατά συνεκδοχή η επικύρωση, η επιβεβαίωση 2. μτφ. ολοκλήρωση, επιστέγαση αρχ. (μετρ.) η πτώση τού ρυθμού στον στίχο … Dictionary of Greek
ἐπισφραγίσῃ — ἐπισφραγίσηι , ἐπισφράγισις cadence fem dat sg (epic) ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj mid 2nd sg ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj act 3rd sg ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg ἐπισφρᾱγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφραγίσηι — ἐπισφράγισις cadence fem dat sg (epic) ἐπισφραγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj mid 2nd sg ἐπισφραγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on aor subj act 3rd sg ἐπισφραγίσῃ , ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg ἐπισφρᾱγίσῃ , ἐπισφραγίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισφραγιστικός — ή, ό (Μ ἐπισφραγιστικός, ή, όν) [επισφραγιστής] νεοελλ. αυτός που γίνεται για επισφράγιση, επιβεβαιωτικός, επικυρωτικός μσν. αυτός που σφραγίζει, ο αρμόδιος για την επισφράγιση. επίρρ... επισφραγιστικώς και ά με τρόπο που επιβεβαιώνει, που… … Dictionary of Greek
επισημοποίηση — η η περιβολή μιας πράξης με επίσημο χαρακτήρα, επικύρωση, επισφράγιση (επισημοποίηση δεσμού). [ΕΤΥΜΟΛ. < επισημοποιώ. Η λ. στον λόγιο τ. επισημοποίησις μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
επισφράγισμα — το (AM ἐπισφράγισμα) [επισφραγίζω] 1. επισφράγιση*, επιβεβαίωση, επικύρωση 2. τελειοποίηση, αποπεράτωση, ολοκλήρωση μσν. εγγύηση αρχ. συμπλήρωμα, πίνακας που επιτάσσεται … Dictionary of Greek
επισφραγίς — ἐπισφραγίς, ἡ (Α) σφραγίδα, σφράγισμα, επισφράγιση, επικύρωση … Dictionary of Greek
στεφάνωμα — το, ΝΜΑ [στεφανῶ, ώνω] η τέλεση τού μυστηρίου τού γάμου, η στέψη, ο γάμος νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού στεφανώνω, τοποθέτηση στεφάνου στο κεφάλι κάποιου 2. τοποθέτηση στεφάνου σε ηρώο, σε ανδριάντα ή σε άλλο μνημείο σε ένδειξη τιμής και σεβασμού… … Dictionary of Greek
συγκατασφραγίζω — Α [κατασφραγίζω] κάνω το σημείο τού σταυρού μαζί με κάτι άλλο για επισφράγιση … Dictionary of Greek
Ινοκέντιος — I Όνομα δεκατριών παπών της Ρώμης. 1. I. Α’ (; – 417). Πάπας της Ρώμης (401 417). Προσπάθησε να ισχυροποιήσει το κύρος της παπικής εξουσίας και να εξασφαλίσει την αναγνώριση των πρωτείων της. Αφόρισε τους διώκτες του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, παρά… … Dictionary of Greek